Ο Ολυμπιακός ανακοίνωσε την απόκτηση του Λούκα Βιλντόζα για τα επόμενα δύο χρόνια, ολοκληρώνοντας έτσι μία απευθείας μετακίνηση από τον Παναθηναϊκό όπως συνέβη παλιότερα με τον Βασίλη Σπανούλη (2010) και τελευταίο τον Στράτο Περπέρογλου το καλοκαίρι του 2012. Ο Λούκα Βιλντόζα γίνεται τώρα ο τρίτος Αργεντινός που θα φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού, ακολουθώντας χρονολογικά δύο ψηλούς: Τον Φαμπρίτσιο Ομπέρτο τη σεζόν 1998-99 επί Ντούσαν Ίβκοβιτς. Τον Ρούμπεν Βολκοβίσκι τη σεζόν 2003-04 με Σούμποτιτς (αρχικά) και Σάκοτα, Τόμιτς στη συνέχεια. Αμφότεροι είχαν μεγάλες επιτυχίες με την Εθνική Αργεντινής – ειδικά ο Φαμπρίτσιο Ομπέρτο – όπως άλλωστε κι ο Λούκα Βιλντόζα.
Ο Ομπέρτο κατέκτησε χρυσό (Αθήνα το 2004) και χάλκινο (Πεκίνο 2008) Ολυμπιακό μετάλλιο με την Αργεντινή συν το ασημένιο στο Παγκόσμιο της Ιντιανάπολις. Ο Βολκοβίσκι ήταν μαζί του σε Αθήνα και ΗΠΑ, κυρίως ως αναπληρωματικός του. Ο Βιλντόζα κατέκτησε το ασημένιο στο Παγκόσμιο του 2019.
Ο Φαμπρίτσιο Ομπέρτο (2.08μ.) ήρθε στον Πειραιά το καλοκαίρι του 1998 σε ηλικία 23 ετών, για να ενωθεί στη “φροντ λάιν” με τον Ντράγκαν Τάρλατς και τον βετεράνο πλέον, Παναγιώτη Φασούλα, στην τελευταία σεζόν της ένδοξης καριέρας του. Τα προηγούμενα χρόνια έπαιξε στην Ατένας της πατρίδας του και μάλιστα από ηλικία 18 ετών ήταν βασικός, κάνοντας σιγά, σιγά γνωστό το όνομα του. Αναδείχτηκε MVP των τελικών της αργεντίνικης λίγκας το 1998 και κάπως έτσι η φήμη του έφτασε στην Ελλάδα και τον Ολυμπιακό που τον απέκτησε. Είναι αλήθεια όμως πως ό,τι θαυμαστό είδαμε από τον Ομπέρτο στην καριέρα του, εδώ στην Ελλάδα δεν παρακολουθήσαμε ούτε τα… μισά.
Ο Ομπέρτο δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις μίας ομάδας που έψαχνε την επιστροφή της στην κορυφή της Ελλάδας και έφτασε ως το Final Four του Μονάχου. Βοήθησε είναι αλήθεια, αλλά όχι στο μέγεθος των προσδοκιών κι έτσι το επόμενο καλοκαίρι μετακόμισε στην Ταού (νυν Μπασκόνια) όπου ίσως η κοινή γλώσσα αλλά κι οι εμπειρίες που αποκόμισε δίπλα στον Ντούντα, τον βοήθησαν να απογειώσει την καριέρα του. Ο Ομπέρτο κατέκτησε το πρωτάθλημα Ισπανίας το 2002, το ULEB CUP του 2003 με τη Βαλένθια κι ήδη ήταν βασικός στην περίφημη Εθνική Αργεντινής που στις αρχές της δεκαετίας είχε ξεκινήσει την απογείωση της. Το 2006 πήγε στους Σαν Αντόνιο Σπερς όπου τον περίμενε ο φίλος του Μανού Τζινόμπιλι και κατέκτησαν το πρωτάθλημα του 2007, με τον Ομπέρτο να έχει αρκετά λεπτά στους τελικούς φτάνοντας σχεδόν τα 21′ (5.6π., 4.9ριμπ.), δίπλα ή πίσω από τον Τιμ Ντάνκαν! Έπαιξε επίσης στους Ουίζαρντς και τους Μπλέιζερς για ένα σύνολο 336 αγώνων στο ΝΒΑ.
Σε αντίθεση με τον Ομπέρτο, ο Ρούμπεν Βολκοβίσκι (2.08μ.) ήρθε στον Ολυμπιακό ως καταξιωμένος διεθνής σέντερ. Είχε κερδίσει κι αυτός τον τίτλο του MVP στην Αργεντινή (2000), αλλά πρόλαβε να παίξει στο ΝΒΑ (Σιάτλ, Σέλτικς) πριν τον Ολυμπιακό και επίσης είχε περάσει – κι αυτός- από την Ταού Κεράμικα (2003), αλλά κι από την ΤΣΣΚΑ. Στην Αθήνα κουβάλησε το μετάλλιο του Παγκόσμιου στην Ιντιανάπολις και είχε πολωνικό διαβατήριο όπως μαρτυράει και η κατάληξη του επιθέτου του. Σίγουρα όμως δεν ήταν… Ομπέρτο στα καλά του και κατέφτασε στον Ολυμπιακό για να βρεθεί δίπλα στον Ντάλιμπορ Μπάγκαριτς στο “πέντε”, σε μία ομάδα που δεν βρισκόταν στις δόξες της. Ίσα ίσα θα λέγαμε, αφού ο Σωκράτης Κόκκαλης βρισκόταν προς την έξοδο και οι Αγγελόπουλοι δεν … έβλεπαν ακόμα την είσοδο.
Παρόλα αυτά, ο Βολκοβίσκι έκανε την προσπάθεια του μετρώντας 9.8 πόντους στην Ευρωλίγκα σε 15 αγώνες (από τους 31 συνολικά στην καριέρα του στην Ευρωλίγκα), σουτάροντας αρκετά από μακριά ως ένας… παλιάς κοπής “stretch five” σέντερ. Ο Ολυμπιακός, παραδόξως για το ρόστερ του, έφτασε στο Top16 της διοργάνωσης αλλά ως εκεί. Στη συνέχεια ο Βολκοβίσκι έπαιξε για τρία χρόνια στη Χίμκι αλλά τότε η ρωσική ομάδα δεν αγωνιζόταν στην Ευρωλίγκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου